εξαναστρέφω

εξαναστρέφω
ἐξαναστρέφω (Α)
αναποδογυρίζω, ανατρέπω, γκρεμίζω κάτι από τη θέση του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαναστραφῇ — ἐξαναστρέφω turn upside down aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξανέστραπται — ἐξαναστρέφω turn upside down perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξανέστρεψεν — ἐξαναστρέφω turn upside down aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανάστροφος — η, ο (Μ [ἐ]ξανάστροφος, η, ον) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, ανάστροφος, αντίστροφος 2. αναποδογυρισμένος, ανεστραμμένος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ξανάστροφη α) η ανεστραμμένη όψη, η αντίθετη επιφάνεια, η ανάποδη β) χτύπημα που δίνεται με τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”